- φτάζυμο
- τοβλ. εφτάζυμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτάζυμο — το, Ν το επτάζυμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτάζυμο, με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek